ρευματογράφος

ρευματογράφος
ο, Ν
ωκεαν. ρευματόμετρο εφοδιασμένο με συσκευή συνεχούς καταγραφής τής ταχύτητας και τής διεύθυνσης τών ρευμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”